πυλώματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πυλώματα | ||
γενική | των | πυλωμάτων | ||
αιτιατική | τα | πυλώματα | ||
κλητική | πυλώματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυλώματα < αρχαία ελληνική πυλώματα, πληθυντικός τού πύλωμα[1] < πυλόω < πύλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυλώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυλώματα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πύλωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- πυλώματα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)