προσούτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική prosciutto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσούτο άκλιτο ουδέτερο
- (γαστρονομία, τρόφιμο) ιταλικό αλλαντικό το οποίο παρασκευάζεται από χοιρομέρι και σερβίρεται συνήθως κομμένο σε λεπτές φέτες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσούτο
|
Πηγές
επεξεργασία- προσούτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσούτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)