προβιδιάζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- προβιδιάζω < (άμεσο δάνειο) οξιτανική provedir (oc)[1][2] < λατινική providēre, prōvideō < prō (προ-) + videō βλέπω)
Ρήμα
επεξεργασίαπροβιδιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΤύποι
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι, όπως σε κείμενα:
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οξιτανικά (συνώνυμο: προβηγκιανά)
- ↑ σελ.8 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.