προβίδιασμα
Ετυμολογία
επεξεργασία- προβίδιασμα < (προβιδιάζω) θέμα αορίστου προβιδιασ- + -μα[1]. Πρόθημα προ-.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροβίδιασμα ουδέτερο
- μέριμνα για το μέλλον
Κλιτικοί τϋποι
επεξεργασία- προβιδιασμάτου (γενική ενικού)
Συνώνυμα
επεξεργασία- προβιζιόν (θηλυκό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.8 Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.