Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐπροβιδιάσαν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ἐπροβιδιάσαν
γ' πληθυντικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
προβιδιάζω