προαιρετικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προαιρετικά < προαιρετικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
προαιρετικά
- με προαιρετικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προαίρεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προαιρετικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
προαιρετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προαιρετικός