Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποστάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική post + κατάληξη -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

ποστάρω

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία