ενικός         πληθυντικός  
poster posters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
poster < post + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

poster (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poster posters

poster (fr) αρσενικό

poster (fr)

  1. τοποθετώ
  2. ταχυδρομώ