πηρά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπηρά [πηρᾰ] με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πηρόν) του πηρός
πηρά [πηρᾱ] με μακρά κατάληξη
Δείτε επίσης : πήρα |
πηρά [πηρᾰ] με βραχεία κατάληξη
πηρά [πηρᾱ] με μακρά κατάληξη