Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπαίνω < λείπει η ετυμολογία

πεπαίνω

  1. ωριμάζω, μεστώνω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.5
    τοὺς συκέων τρόπον θεραπεύουσι τά τε ἄλλα καὶ φοινίκων τοὺς ἔρσενας Ἕλληνες καλέουσι, τούτων τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι τῶν φοινίκων, ἵνα πεπαίνῃ τέ σφι ὁ ψὴν τὴν βάλανον ἐσδύνων καὶ μὴ ἀπορρέῃ ὁ καρπὸς τοῦ φοίνικος· ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες, κατά περ δὴ οἱ ὄλονθοι.
    Τα φοινικόδενδρα τα περιποιούνται, όπως αλλού τις συκιές: κοντά στα άλλα παίρνουν από τα φοινικόδενδρα, που οι Έλληνες τα ονομάζουν αρσενικά, τον καρπό τους και τον δένουν γύρω στον καρπό των δένδρων που έχουν τους χουρμάδες, ώστε μπαίνοντας μέσα στον χουρμά η σκνίπα να τον ωριμάζει και να μην αφήνει να πέσει ο καρπός του φοίνικα· τέτοιες σκνίπες έχουν στον καρπό τους τα αρσενικά φοινικόδενδρα, όπως και τα αγριόσυκα.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. (στην παθητική φωνή) γίνομαι ώριμος
  3. (μεταφορικά) κατευνάζω, καταπραΰνω την οργή
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Σφήκες, 646-648
    τὴν γὰρ ἐμὴν ὀργὴν πεπᾶ-|ναι χαλεπὸν | μὴ πρὸς ἐμοῦ λέγοντι.
    μέσα μου βράζει αψύς θυμός, | που θα σταθεί αγαλήνευτος, | αν δε μιλήσεις σύμφωνα μ᾽ εκείνα που έχω εγώ στο νου.
    Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek-language.gr
  4. (στην παθητική φωνή)(ιατρική)(για ασθένειες) κορυφώνομαι, φθάνω στην πλήρη εξέλιξη
  5. (στην παθητική φωνή)(ιατρική)(για όγκους) μαλακώνω και σχηματίζω πύον, βγάζω πύον


Παράγωγα

επεξεργασία