Ετυμολογία

επεξεργασία

παράξενα < παράξεν(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾa.kse.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐ξε‐να

  Επίρρημα

επεξεργασία

παράξενα

  • με παράξενο, περίεργο τρόπο
    ⮡  καλημέρισα τον ξένο μας, τον καλωσόρισα, μα εκείνος με κοιτούσε παράξενα, γεμάτος απορία, σαν να μη με καταλάβαινε

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ δείτε και τα επιρρήματα ανεξήγητα και μυστήρια

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παράξενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

παράξενα