παπατρέχας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπατρέχας | ||
γενική | του | παπατρέχα | ||
αιτιατική | τον | παπατρέχα | ||
κλητική | παπατρέχα | |||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπατρέχας : από τον ιερέα, ήρωα διήγησης του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος επονομαζόταν Παπατρέχας επειδή διάβαζε πολύ γρήγορα ("τρέχοντας") το Ευαγγέλιο < παπάς + τρέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπατρέχας αρσενικό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπατρέχας
|