παλμαρέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλμαρέ < γαλλική palmarès < λατινική palmaris < palma (παλάμη, φοίνικας, (μεταφορικά) βραβείο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pl̥h₂meh₂
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλμαρέ ουδέτερο άκλιτο
- το σύνολο των επιτυχιών ή των επιτευγμάτων κάποιου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παλάμη