Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλμαρέ < γαλλική palmarès < λατινική palmaris < palma (παλάμη, φοίνικας, (μεταφορικά) βραβείο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pl̥h₂meh₂

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλμαρέ ουδέτερο άκλιτο

  • το σύνολο των επιτυχιών ή των επιτευγμάτων κάποιου
    Σήμερα η μοναδική ελληνίδα αθλήτρια που έχει καταγράψει έξι ολυμπιακές συμμετοχές πρόσθεσε ακόμη μία διάκριση στο παλμαρέ της, κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο στο πιστόλι 25μ., στους Μεσογειακούς Αγώνες. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία