παλαντζάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαντζάρω < παλάντζα + -άρω < βενετική balanza < μεσαιωνική λατινική balantia < λατινική bilanx < bi- + lanx
Ρήμα
επεξεργασίαπαλαντζάρω
- (κυριολεκτικά) δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
- (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παλάντζα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαντζάρω
|