Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμφιρρέπω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμφιρρέπω
<
αμφί
+
ρέπω
(
πβ.
αρχαία ελληνική
ἀμφιρρεπής
)
Ρήμα
επεξεργασία
αμφιρρέπω
(
λόγιο
)
αμφιβάλλω
,
αμφιταλαντεύομαι
,
διστάζω
να
πάρω
μια
απόφαση
Συγγενικά
επεξεργασία
αμφιρρεπής
αμφίρροπος
→
δείτε
τις λέξεις
αμφί
και
ρέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμφιρρέπω
αγγλικά
:
waver
(en)
,
vacillate
(en)