Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλαντζάρω < βενετική balanza + -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

μπαλαντζάρω και παλαντζάρω

  • δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
  • (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία