μπαλαντζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μπαλαντζάρω και παλαντζάρω
- δεν έχω ισορροπία και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά
- (μεταφορικά) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο ανάλογα με τις περιστάσεις και σύμφωνα με το συμφέρον μου
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαλαντζάρω
|