μπαλάντζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαλάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική balanza. Συγκρίνετε με το παλάντζα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈlan.d͡za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λά‐ντζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλάντζα θηλυκό και παλάντζα
- άλλη μορφή του παλάντζα