παλαιογενετική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλαιογενετική | ||
γενική | της | παλαιογενετικής | ||
αιτιατική | την | παλαιογενετική | ||
κλητική | παλαιογενετική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιογενετική < παλαιο- + γενετική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιογενετική θηλυκό στον ενικό
- (βιολογία, γενετική κλάδος της γενετικής που από ζώντα και νεκρά ζώα (όταν κάποιο ποσοστό DNA έχει διασωθεί) οδηγείται σε (παλαιο)γενετικά συμπεράσματα
- ※ μελέτη του γονιδιώματος του Ανθρώπου του Νεάντερταλ και συγκριτικές μελέτες σε σχέση με τον Σύγχρονο Ανθρώπων (Σοφό Άνθρωπο) εφημερίδα Το Βήμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιογενετική