ουρανοκατέβατα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρανοκατέβατα < ουρανοκατέβατος + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ra.no.kaˈte.va.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐νο‐κα‐τέ‐βα‐τα
Επίρρημα επεξεργασία
ουρανοκατέβατα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ουρανοκατέβατος, ουρανός, κατεβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρανοκατέβατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ουρανοκατέβατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ουρανοκατέβατος