ντρεσάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντρεσάζ < γαλλική dressage < dresser + -age < δημώδης λατινική *dīrectio < λατινική directus < dirigo < rego / rex
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντρεσάζ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ιππικό άθλημα στο οποίο το άλογο και ο αναβάτης εκτελούν μια δοκιμή συγκεκριμένων κινήσεων σε μια αρένα και κρίνονται από την υπακοή του αλόγου, την αποδοχή του χαλινού και των βοηθημάτων του αναβάτη, τους βηματισμούς και την αρμονία μεταξύ αλόγου και αναβάτη