Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντρεσάζ < γαλλική dressage < dresser +‎ -age < δημώδης λατινική *dīrectio < λατινική directus < dirigo < rego / rex

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντρεσάζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία