Ετυμολογία

επεξεργασία
dressage < dresser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dʁe.saʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dressage dressages

dressage (fr) αρσενικό

  1. η εξημέρωση, η τιθάσευση των άγριων ζώων
     συνώνυμα: domptage
  2. (κατ’ επέκταση) πολύ αυστηρή παιδεία, ντρεσάρισμα
  3. (τεχνολογία) το ίσιωμα, η εξομάλυνση
  4. το στήσιμο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη dresser