ντεψίζικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ντεψίζικα | ||
γενική | των | ντεψίζικων | ||
αιτιατική | τα | ντεψίζικα | ||
κλητική | ντεψίζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ντεψίζικα < εντεψίζικα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεψίζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εντεψίζικα
Επίρρημα
επεξεργασίαντεψίζικα
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εντεψίζικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντεψίζικα
|