νιαήμερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νιαήμερα | ||
γενική | των | νιαήμερων | ||
αιτιατική | τα | νιαήμερα | ||
κλητική | νιαήμερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νιαήμερα < εννιάμερα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιαήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) άλλη μορφή του εννιάμερα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νιαήμερα
|