μποφόρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μποφόρια | ||
γενική | των | μποφοριών | ||
αιτιατική | τα | μποφόρια | ||
κλητική | μποφόρια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Και στον ενικό, μποφόρι, λαϊκότροπο ή σκωπτικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μποφόρια < εξελληνισμένος πληθυντικός του μποφόρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποφόρια ουδέτερο
- (ναυτικός όρος), (λαϊκότροπο) μικρή ή ισχυρή ένταση ανέμου με μικρό ή ισχυρό κυματισμό αντίστοιχα.
Σημειώσεις
επεξεργασία- αποδίδεται μόνο ποσοτικά: λίγα ή πολλά μποφόρια, ποτέ αριθμητικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μποφόρια
|