μπέργκερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπέργκερ < αγγλική burger < hamburger < γερμανική Hamburger < Hamburg + -er < παλαιά άνω γερμανική Hamme (καμπή, γωνία) + -burg < πρωτογερμανική *burgz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (οχυρωμένος λόφος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπέργκερ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του χάμπουργκερ