Ετυμολογία

επεξεργασία
μολώχ < αγγλική moloch < υστερολατινική Moloch < ελληνιστική κοινή Μολώχ (αντιδάνειο) < εβραϊκή מלך (mélekh) < ρίζα מ־ל־ך < πρωτοσημιτική *malk- (πρίγκιπας, βασιλιάς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μολώχ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία