μνήστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μνήστρα | ||
γενική | των | μνήστρων | ||
αιτιατική | τα | μνήστρα | ||
κλητική | μνήστρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μνήστρα < ελληνιστική κοινή μνῆστρα, πληθυντικός αριθμός του μνῆστρον < αρχαία ελληνική μιμνήσκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μνήστρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μνήστρα
|