μετοκλοπραμίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετοκλοπραμίδη | ||
γενική | της | μετοκλοπραμίδης | ||
αιτιατική | τη | μετοκλοπραμίδη | ||
κλητική | μετοκλοπραμίδη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετοκλοπραμίδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετοκλοπραμίδη θηλυκό
- φαρμακευτική αντιεμετική ουσία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετοκλοπραμίδη