μετοκλοπραμίδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετοκλοπραμίδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετοκλοπραμίδη θηλυκό
- φαρμακευτική αντιεμετική ουσία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετοκλοπραμίδη