μερικότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερικότης, ήδη τον 12ο αιώνα σε κείμενα του Νικολάου Μεθώνης,[1] και τον 18ο αιώνα (1761[2]) σε κείμενα του Ιώσηπου Μοισιόδακα [3] < μερικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερικότης, -ητος θηλυκό (όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική)
- (λόγιο) η μερικότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μερικότης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Με παραπομπή στο: Angelou, Athanasios D. Νικολάου Μεθώνης. Ἀνάπτυξις τῆς Θεολογικῆς Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικοῦ Φιλοσόφου, Αθήνα-Leiden, 1984. - ↑ μερικότητα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 634, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- μερικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)