μελατονίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελατονίνη | ||
γενική | της | μελατονίνης | ||
αιτιατική | τη | μελατονίνη | ||
κλητική | μελατονίνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελατονίνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (βιολογία): ορμόνη της υπόφυσης που θεωρείται υπεύθυνη για την αναστολή των αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελατονίνη
|