Ετυμολογία

επεξεργασία
μαθηματικοποιώ < μαθηματικά + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mathematize)

μαθηματικοποιώ θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία