μαθηματικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαθηματικοποιώ < μαθηματικά + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mathematize)
Ρήμα
επεξεργασίαμαθηματικοποιώ θηλυκό
- περιγράφω ή παρουσιάζω τα πράγματα ή τον κόσμο με μαθηματικές εξισώσεις ή όρους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαθηματικοποιώ | μαθηματικοποιούσα | θα μαθηματικοποιώ | να μαθηματικοποιώ | μαθηματικοποιώντας | |
β' ενικ. | μαθηματικοποιείς | μαθηματικοποιούσες | θα μαθηματικοποιείς | να μαθηματικοποιείς | (μαθηματικοποίει) | |
γ' ενικ. | μαθηματικοποιεί | μαθηματικοποιούσε | θα μαθηματικοποιεί | να μαθηματικοποιεί | ||
α' πληθ. | μαθηματικοποιούμε | μαθηματικοποιούσαμε | θα μαθηματικοποιούμε | να μαθηματικοποιούμε | ||
β' πληθ. | μαθηματικοποιείτε | μαθηματικοποιούσατε | θα μαθηματικοποιείτε | να μαθηματικοποιείτε | μαθηματικοποιείτε | |
γ' πληθ. | μαθηματικοποιούν(ε) | μαθηματικοποιούσαν(ε) | θα μαθηματικοποιούν(ε) | να μαθηματικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαθηματικοποίησα | θα μαθηματικοποιήσω | να μαθηματικοποιήσω | μαθηματικοποιήσει | ||
β' ενικ. | μαθηματικοποίησες | θα μαθηματικοποιήσεις | να μαθηματικοποιήσεις | μαθηματικοποίησε | ||
γ' ενικ. | μαθηματικοποίησε | θα μαθηματικοποιήσει | να μαθηματικοποιήσει | |||
α' πληθ. | μαθηματικοποιήσαμε | θα μαθηματικοποιήσουμε | να μαθηματικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μαθηματικοποιήσατε | θα μαθηματικοποιήσετε | να μαθηματικοποιήσετε | μαθηματικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μαθηματικοποίησαν μαθηματικοποιήσαν(ε) |
θα μαθηματικοποιήσουν(ε) | να μαθηματικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαθηματικοποιήσει | είχα μαθηματικοποιήσει | θα έχω μαθηματικοποιήσει | να έχω μαθηματικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαθηματικοποιήσει | είχες μαθηματικοποιήσει | θα έχεις μαθηματικοποιήσει | να έχεις μαθηματικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαθηματικοποιήσει | είχε μαθηματικοποιήσει | θα έχει μαθηματικοποιήσει | να έχει μαθηματικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαθηματικοποιήσει | είχαμε μαθηματικοποιήσει | θα έχουμε μαθηματικοποιήσει | να έχουμε μαθηματικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαθηματικοποιήσει | είχατε μαθηματικοποιήσει | θα έχετε μαθηματικοποιήσει | να έχετε μαθηματικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαθηματικοποιήσει | είχαν μαθηματικοποιήσει | θα έχουν μαθηματικοποιήσει | να έχουν μαθηματικοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαθηματικοποιώ