λοιμώδης αγαλαξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λοιμώδης αγαλαξία | ||
γενική | της | λοιμώδους αγαλαξίας | ||
αιτιατική | τη | λοιμώδη αγαλαξία | ||
κλητική | λοιμώδης αγαλαξία | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοιμώδης αγαλαξία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική agalaxie contagieuse[1] → δείτε και τις λέξεις λοιμώδης και αγαλαξία
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαλοιμώδης αγαλαξία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) ασθένεια η όποια πλήττει τα αιγοπρόβατα μειώνοντας την γαλακτοπαραγωγή τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία λοιμώδης αγαλαξία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαλαξία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- αγαλακτία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας