↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λοιμώδης αγαλαξία
      γενική της λοιμώδους αγαλαξίας
    αιτιατική τη λοιμώδη αγαλαξία
     κλητική λοιμώδης αγαλαξία
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοιμώδης αγαλαξία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική agalaxie contagieuse[1] → δείτε και τις λέξεις λοιμώδης και αγαλαξία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /liˈmo.ðis a.ɣa.laˈksi.a/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

λοιμώδης αγαλαξία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγαλαξίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)