λινόλεουμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λινόλεουμ ουδέτερο άκλιτο
- φθηνό αδιάβροχο υλικό κατασκευασμένο από λινάτσα ή καμβά με επικάλυψη λινέλαιου ή από άλλα υλικά, που χρησιμοποιείται για επίστρωση δαπέδων, για κατασκευή έργων χαρακτικής κ.λπ.