Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίμνη αίματος οι λίμνες αίματος
      γενική της λίμνης αίματος των λιμνών αίματος
    αιτιατική τη λίμνη αίματος τις λίμνες αίματος
     κλητική λίμνη αίματος λίμνες αίματος
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λίμνη αίματος < → δείτε τις λέξεις λίμνη και αίμα

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

λίμνη αίματος θηλυκό

  • χαρακτηρίζεται ο τόπος άγριου εγκλήματος, ή θανατηφόρου ατυχήματος από την εικόνα που παρουσιάζει η ακατάσχετη αιμορραγία του θύματος.
    βρέθηκε το θύμα σε μια λίμνη αίματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία