κόλεϊ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόλεϊ < αγγλική colley / collie < coal (κάρβουνο, άνθρακας[1]) < πρωτογερμανική *kulą πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵwelH- (καίω, λάμπω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
κόλεϊ ουδέτερο άκλιτο