Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.aˈno.lef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐α‐νό‐λευ‐κη

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κυανόλευκη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυανόλευκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυανόλευκη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κυανόλευκη: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κυανόλευκη