Ετυμολογία

επεξεργασία
κουβαριάζω < κουβάρι + -ιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vaɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐βα‐ριά‐ζω

κουβαριάζω, πρτ.: κουβάριαζα, στ.μέλλ.: θα κουβαριάσω, αόρ.: κουβάριασα, παθ.φωνή: κουβαριάζομαι, μτχ.π.π.: κουβαριασμένος

  1. (κυριολεκτικά) τυλίγω κάποιο νήμα και φτιάχνω ένα κουβάρι
  2. (μεταφορικά) τσαλακώνω, ζαρώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία