κουβαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.vaɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βα‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακουβαριάζω, πρτ.: κουβάριαζα, στ.μέλλ.: θα κουβαριάσω, αόρ.: κουβάριασα, παθ.φωνή: κουβαριάζομαι, μτχ.π.π.: κουβαριασμένος
- (κυριολεκτικά) τυλίγω κάποιο νήμα και φτιάχνω ένα κουβάρι
- (μεταφορικά) τσαλακώνω, ζαρώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουβάρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουβαριάζω | κουβάριαζα | θα κουβαριάζω | να κουβαριάζω | κουβαριάζοντας | |
β' ενικ. | κουβαριάζεις | κουβάριαζες | θα κουβαριάζεις | να κουβαριάζεις | κουβάριαζε | |
γ' ενικ. | κουβαριάζει | κουβάριαζε | θα κουβαριάζει | να κουβαριάζει | ||
α' πληθ. | κουβαριάζουμε | κουβαριάζαμε | θα κουβαριάζουμε | να κουβαριάζουμε | ||
β' πληθ. | κουβαριάζετε | κουβαριάζατε | θα κουβαριάζετε | να κουβαριάζετε | κουβαριάζετε | |
γ' πληθ. | κουβαριάζουν(ε) | κουβάριαζαν κουβαριάζαν(ε) |
θα κουβαριάζουν(ε) | να κουβαριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουβάριασα | θα κουβαριάσω | να κουβαριάσω | κουβαριάσει | ||
β' ενικ. | κουβάριασες | θα κουβαριάσεις | να κουβαριάσεις | κουβάριασε | ||
γ' ενικ. | κουβάριασε | θα κουβαριάσει | να κουβαριάσει | |||
α' πληθ. | κουβαριάσαμε | θα κουβαριάσουμε | να κουβαριάσουμε | |||
β' πληθ. | κουβαριάσατε | θα κουβαριάσετε | να κουβαριάσετε | κουβαριάστε | ||
γ' πληθ. | κουβάριασαν κουβαριάσαν(ε) |
θα κουβαριάσουν(ε) | να κουβαριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουβαριάσει | είχα κουβαριάσει | θα έχω κουβαριάσει | να έχω κουβαριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουβαριάσει | είχες κουβαριάσει | θα έχεις κουβαριάσει | να έχεις κουβαριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουβαριάσει | είχε κουβαριάσει | θα έχει κουβαριάσει | να έχει κουβαριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουβαριάσει | είχαμε κουβαριάσει | θα έχουμε κουβαριάσει | να έχουμε κουβαριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουβαριάσει | είχατε κουβαριάσει | θα έχετε κουβαριάσει | να έχετε κουβαριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουβαριάσει | είχαν κουβαριάσει | θα έχουν κουβαριάσει | να έχουν κουβαριάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβαριάζω