κομάω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομάω < κόμη
Ρήμα επεξεργασία
κομάω
- αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω τα μαλλιά μακριά
- (μεταφορικά) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
- (για δέντρα και φυτά) θάλλω, έχω πολλά άνθη ή φύλλα, είμαι γεμάτος από κάτι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- ἀστέρες κομόωντες: κομήτες