Δείτε επίσης: κομέω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομάω < κόμη

  Ρήμα επεξεργασία

κομάω

  1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω τα μαλλιά μακριά
  2. (μεταφορικά) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
  3. (για δέντρα και φυτά) θάλλω, έχω πολλά άνθη ή φύλλα, είμαι γεμάτος από κάτι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία