κολλεκτέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολλεκτέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική collecteur < λατινική collector < colligo < con- + lego
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολλεκτέρ ουδέτερο άκλιτο
- διακόπτης ή συσκευή / μηχανισμός που συμβάλλει στη συλλογή ή διοχέτευση ύδατος, αερίου κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολλεκτέρ