κολατσίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολατσίζω < κολατσιό + -ίζω < μεσαιωνική ελληνική κολατσιό / κολατσίον < βενετική colazion / ιταλικά colazione < λατινική collatio < confero < fero
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.laˈt͡si.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λα‐τσί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακολατσίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολατσιό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολατσίζω | κολάτσιζα | θα κολατσίζω | να κολατσίζω | κολατσίζοντας | |
β' ενικ. | κολατσίζεις | κολάτσιζες | θα κολατσίζεις | να κολατσίζεις | κολάτσιζε | |
γ' ενικ. | κολατσίζει | κολάτσιζε | θα κολατσίζει | να κολατσίζει | ||
α' πληθ. | κολατσίζουμε | κολατσίζαμε | θα κολατσίζουμε | να κολατσίζουμε | ||
β' πληθ. | κολατσίζετε | κολατσίζατε | θα κολατσίζετε | να κολατσίζετε | κολατσίζετε | |
γ' πληθ. | κολατσίζουν(ε) | κολάτσιζαν κολατσίζαν(ε) |
θα κολατσίζουν(ε) | να κολατσίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κολάτσισα | θα κολατσίσω | να κολατσίσω | κολατσίσει | ||
β' ενικ. | κολάτσισες | θα κολατσίσεις | να κολατσίσεις | κολάτσισε | ||
γ' ενικ. | κολάτσισε | θα κολατσίσει | να κολατσίσει | |||
α' πληθ. | κολατσίσαμε | θα κολατσίσουμε | να κολατσίσουμε | |||
β' πληθ. | κολατσίσατε | θα κολατσίσετε | να κολατσίσετε | κολατσίστε | ||
γ' πληθ. | κολάτσισαν κολατσίσαν(ε) |
θα κολατσίσουν(ε) | να κολατσίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κολατσίσει | είχα κολατσίσει | θα έχω κολατσίσει | να έχω κολατσίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κολατσίσει | είχες κολατσίσει | θα έχεις κολατσίσει | να έχεις κολατσίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κολατσίσει | είχε κολατσίσει | θα έχει κολατσίσει | να έχει κολατσίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κολατσίσει | είχαμε κολατσίσει | θα έχουμε κολατσίσει | να έχουμε κολατσίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κολατσίσει | είχατε κολατσίσει | θα έχετε κολατσίσει | να έχετε κολατσίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κολατσίσει | είχαν κολατσίσει | θα έχουν κολατσίσει | να έχουν κολατσίσει |
|