κλαπατσίμπαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κλαπατσίμπαλο
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κλαπατσίμπαλα ουδέτερο συνήθως στον πληθυθντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κλαπατσίμπαλο
- στον πληθυντικό:
- (μειωτικό) για κακόηχα μουσικά όργανα
- για διάφορα εργαλεία ή εξαρτήματα
- στον πληθυντικό: