κιμίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κιμίς < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την τουρκική kımız με τροπή [z] > [s]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kiˈmis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐μίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιμίς ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κιμίς στη Βικιπαίδεια