κουμίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακουμίς < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την τουρκική kımız με απόδοση με του φθόγγου [ɯ] > [u] και με κατάληξη [is] με τροπή [z] > [s]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈmis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμίς ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) άλλη μορφή του κιμίς
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουμίς
|