Ετυμολογία

επεξεργασία

κιμίζ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την τουρκική kımız

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kiˈmiz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐μίζ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιμίζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία