Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κασουβιανά
      γενική των κασουβιανών
    αιτιατική τα κασουβιανά
     κλητική κασουβιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασουβιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό