κασέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachet < cacher + -et < παλαιά γαλλική cachier < δημώδης λατινική *coacticāre < *coacticō < λατινική coacto < cogo < ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵeti < *h₂eǵ- (ἄγω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασέ ουδέτερο άκλιτο
- η αμοιβή που ζητάει (και λαμβάνει) κάποιος καλλιτέχνης
- (τυπογραφία) το προσχέδιο ενός προς εκτύπωση εντύπου, πάνω στο οποίο σημειώνονται οδηγίες εκτύπωσης ή διορθώσεις