καρνέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρνέ < γαλλική carnet < μέση γαλλική quernet < δημώδης λατινική *quaternus < λατινική quaterni < quater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷetwóres (τέσσερις)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρνέ ουδέτερο άκλιτο
- μικρό πρόχειρο σημειωματάριο (για τηλέφωνα, διευθύνσεις κ.λπ.)
- μπλοκ επιταγών, εισιτηρίων κ.λπ.