κακοσυνεύω
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοσυνεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακοσυνεύγω (και κακοσυνεύω[1] < κακοσύνη
Ρήμα επεξεργασία
κακοσυνεύω, μτχ.π.π.: κακοσυνεμένος
- (σπάνιο) κακιώνω, γίνομαι κακός ή κάνω κάποιον κακό
- (ιδιωματικό, για καιρικές συνθήκες) → δείτε απρόσωπο: κακοσυνεύει: χειροτερεύει ο καιρός
Συγγενικά επεξεργασία
- κακοσυνεμένος (μετοχή)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοσυνεύω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κακοσυνεύ(γ)ω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].