θηκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θηκιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηκιάζω < θήκ(η) + -ιάζω < αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θiˈca.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐κιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαθηκιάζω, αόρ.: θήκιασα, παθ.φωνή: θηκιάζομαι, π.αόρ.: θηκιάστηκα, μτχ.π.π.: θηκιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθηκιάζω
- θήκιασμα
- → και δείτε τις λέξεις θήκη και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θηκιάζω | θήκιαζα | θα θηκιάζω | να θηκιάζω | θηκιάζοντας | |
β' ενικ. | θηκιάζεις | θήκιαζες | θα θηκιάζεις | να θηκιάζεις | θήκιαζε | |
γ' ενικ. | θηκιάζει | θήκιαζε | θα θηκιάζει | να θηκιάζει | ||
α' πληθ. | θηκιάζουμε | θηκιάζαμε | θα θηκιάζουμε | να θηκιάζουμε | ||
β' πληθ. | θηκιάζετε | θηκιάζατε | θα θηκιάζετε | να θηκιάζετε | θηκιάζετε | |
γ' πληθ. | θηκιάζουν(ε) | θήκιαζαν θηκιάζαν(ε) |
θα θηκιάζουν(ε) | να θηκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θήκιασα | θα θηκιάσω | να θηκιάσω | θηκιάσει | ||
β' ενικ. | θήκιασες | θα θηκιάσεις | να θηκιάσεις | θήκιασε | ||
γ' ενικ. | θήκιασε | θα θηκιάσει | να θηκιάσει | |||
α' πληθ. | θηκιάσαμε | θα θηκιάσουμε | να θηκιάσουμε | |||
β' πληθ. | θηκιάσατε | θα θηκιάσετε | να θηκιάσετε | θηκιάστε | ||
γ' πληθ. | θήκιασαν θηκιάσαν(ε) |
θα θηκιάσουν(ε) | να θηκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θηκιάσει | είχα θηκιάσει | θα έχω θηκιάσει | να έχω θηκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις θηκιάσει | είχες θηκιάσει | θα έχεις θηκιάσει | να έχεις θηκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει θηκιάσει | είχε θηκιάσει | θα έχει θηκιάσει | να έχει θηκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θηκιάσει | είχαμε θηκιάσει | θα έχουμε θηκιάσει | να έχουμε θηκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε θηκιάσει | είχατε θηκιάσει | θα έχετε θηκιάσει | να έχετε θηκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θηκιάσει | είχαν θηκιάσει | θα έχουν θηκιάσει | να έχουν θηκιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θηκιάζομαι | θηκιαζόμουν(α) | θα θηκιάζομαι | να θηκιάζομαι | ||
β' ενικ. | θηκιάζεσαι | θηκιαζόσουν(α) | θα θηκιάζεσαι | να θηκιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | θηκιάζεται | θηκιαζόταν(ε) | θα θηκιάζεται | να θηκιάζεται | ||
α' πληθ. | θηκιαζόμαστε | θηκιαζόμαστε θηκιαζόμασταν |
θα θηκιαζόμαστε | να θηκιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | θηκιάζεστε | θηκιαζόσαστε θηκιαζόσασταν |
θα θηκιάζεστε | να θηκιάζεστε | (θηκιάζεστε) | |
γ' πληθ. | θηκιάζονται | θηκιάζονταν θηκιαζόντουσαν |
θα θηκιάζονται | να θηκιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θηκιάστηκα | θα θηκιαστώ | να θηκιαστώ | θηκιαστεί | ||
β' ενικ. | θηκιάστηκες | θα θηκιαστείς | να θηκιαστείς | θηκιάσου | ||
γ' ενικ. | θηκιάστηκε | θα θηκιαστεί | να θηκιαστεί | |||
α' πληθ. | θηκιαστήκαμε | θα θηκιαστούμε | να θηκιαστούμε | |||
β' πληθ. | θηκιαστήκατε | θα θηκιαστείτε | να θηκιαστείτε | θηκιαστείτε | ||
γ' πληθ. | θηκιάστηκαν θηκιαστήκαν(ε) |
θα θηκιαστούν(ε) | να θηκιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θηκιαστεί | είχα θηκιαστεί | θα έχω θηκιαστεί | να έχω θηκιαστεί | θηκιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις θηκιαστεί | είχες θηκιαστεί | θα έχεις θηκιαστεί | να έχεις θηκιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θηκιαστεί | είχε θηκιαστεί | θα έχει θηκιαστεί | να έχει θηκιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θηκιαστεί | είχαμε θηκιαστεί | θα έχουμε θηκιαστεί | να έχουμε θηκιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θηκιαστεί | είχατε θηκιαστεί | θα έχετε θηκιαστεί | να έχετε θηκιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θηκιαστεί | είχαν θηκιαστεί | θα έχουν θηκιαστεί | να έχουν θηκιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θηκιασμένος - είμαστε, είστε, είναι θηκιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θηκιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θηκιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θηκιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θηκιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θηκιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θηκιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάζω σε θήκες
|
αποθηκεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηκιάζω < θήκ(η) + -ιάζω < αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι
Ρήμα
επεξεργασίαθηκιάζω
Πηγές
επεξεργασία- θηκιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].