Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλεκτρο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία electr(o)- < λατινική electr(um) < αρχαία ελληνική ἤλεκτρ(ον) (κεχριμπάρι) + -ο-[1]

  Πρόθημα

επεξεργασία

ηλεκτρο- ή ηλεκτρό- και ηλεκτρ-

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία